- αλυσωτά σμήνη
- Σμήνος σωματιδίων που παράγεται σε ένα μέσο από ένα σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μία διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμήνος — Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια … Dictionary of Greek